πολυφίλου

πολυφίλου
πολύφιλος
having many friends
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • πολυφιλία — ἡ, Α [πολύφιλος] η ιδιότητα τού πολύφιλου, το να έχει κανείς πολλούς φίλους …   Dictionary of Greek

  • Μανούτιος, Άλδος — (Aldus Manutius ή Aldo Mannuci, Βασιάνο 1450 – Βενετία 1515). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Ιταλού τυπογράφου, εκδότη, λογίου της Αναγέννησης και ανθρωπιστή. Ο Μ. σπούδασε λατινική φιλολογία στη Ρώμη και στη συνέχεια ελληνική φιλολογία… …   Dictionary of Greek

  • Τζορτζιόνε, Τζόρτζιο ντα Καστελφράνκο, ο επονομαζόμενος — (Giorgione, Καστελφράνκο Βένετο, Τρεβίζο 1477 ή 1478 – Βενετία 1510). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωή του μεγάλου αυτού πρωτοπόρου της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αι. είναι ελάχιστα γνωστή. Εγκαταστάθηκε, άγνωστο πότε, στη Βενετία και έγινε, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”